Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

-

όλη σου η ζωή σε προετοιμάζει για την ύστατη μάχη
-άσχετα αν εσύ το αγνοείς
και δεν έχεις ιδέα γιατί ήρθαν αυτές οι δοκιμασίες, οι ματαιώσεις
γιατί σε βρήκε ότι σε βρήκε  -ως τώρα

ύστερα
πιο μετά
έρχεται η πρόκληση κι η μάχη
και ξάφνου καταλαβαίνεις το γιατί
έκανες ότι έκανες και της ζωής τα δώρα τα πιο δύσκολα
τώρα σε βοηθάνε

δώρο δύσκολο η ζωή
ένα πακέτο γεμάτο
μια ανταμοιβή που χρειάζεται να κερδίσεις
ένας λογαριασμός να ξοφλήσεις
με τον εαυτό

κι αυτά που οφείλεις να χάσεις, να τα παίξεις πέρα ως πέρα
κι ότι είναι να κερδίσεις, κι αυτό να παίξεις με την ίδια αταραξία
μόνο για το λόγο αυτό-
κερδίσεις χάσεις, έχεις Παίξει. Κι απ το παιχνίδι κανείς δε φεύγει δίχως ανταμοιβή
- την ανταμοιβή που δε μετριέται με νίκη, μα με δόσιμο

μην κλαις για τα χαμένα γιατί στρώνονται εμπρός σου - σκαλιά πατάς
τα τρομερά πάθη γίναν φτυάρια  - ξεθάβουν το θησαυρό σου εντός- κρυμμένο
οι μάχες, σακάτη κι αν σε αφήσαν, τον πολεμιστή ξυπνήσαν
και μια μικρή δυσκολία που σε ακολουθεί από μικρό, είναι το ξυπνητήρι
-να μην ξανακοιμηθείς!



κι έρχεται η ύστατη μάχη
πιο μετά,
περιμένει/
να μαζέψεις αρετές, δυνάμεις και χαστούκια
να γευτείς την ήττα, να την κοιτάς στα μάτια με λύσσα, να την περιγελάς, πια να τη χλευάζεις
μα και να γνωρίζεις τη δύναμη της
πάνω σου

περιμένει/
να γεμίσεις γραφές, λάθη, μοίρα και πεπρωμένο παρατημένο
να αποτάξεις
να ουρλιάξεις
να βασανιστείς

περιμένει η ζωή να σου φέρει την ύστατη μάχη
δε θα βιαστεί ποτέ,
να λυγίσεις δεν παρακαλά
ξέρει –είσαι έτοιμος.

πέφτεις απ την αετοφωλιά, σε σπρώχνει


κι εκεί, εκεί απάνω ΑΚΡΙΒΩΣ, στο τίποτα
στο πουθενά
στην άβυσσο από πάνω

εκεί /
ανοίγεις τα φτερά σου.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

μεγαλών-ω

σαν τον κορμό της ελιάς με στρουφίζεις θεέ μου
μοιάζω ακίνητος μα δεν είμαι  .
μεγαλώνω μυστικά , σιγά, αργά μα μεγαλώνω
τρίζω αθόρυβα καθώς παίρνω πλάτος, παίρνω ύψος, απλώνω να σε φτάσω θεέ μου
γεννιέμαι ώρα την ώρα στιγμή τη στιγμή με κάθε ανάσα .
ο σκληρός μου κορμός ανασάνει σιγανά και σε αφουγκράζεται, είμαι παιδί σου , και απλώνω να γίνω γεννήτορας, να κάνω τα δικά μου σπλάχνα έργο μου , τα παιδιά μου κλαδιά -καρποί λουλούδια .

άλλοτε βαριά άλλοτε σα σύννεφα φτιάχνω τις ώρες της ζωής που μου κέρασες , 
και γω πήρα .
τη ζωή αυτήν την επέλεξα, έτσι ακριβώς όπως θα ’ρχεται, παλμό τον παλμό που χτυπάει απ’ τη ρίζα μου- τη γη και τρέχει στα κλαδιά μου, τα δένει, τα βαραίνει με στοργή .

πιάσε τον κορμό μου θεέ μου , τον έκανα δυνατό, τον σμίλεψα γερό για τον αέρα που φυσάς επάνω μου .
 Ξέρω , δε σπάει έχει την ανάσα σου θεμέλιο του , κι ας λυγίζει, έχει κλαδιά έκανε καρπούς , άνθισε κι αυτό μονάχα θέλησε . 


μια πανάρχαια ελιά με έκανες, μικροσκοπικοί οι καρποί μου και πολύτιμοι μαζί, με ένα φύσημα πέφτουν χάμω και χάνονται, με μια κίνηση αγάπης θα δέσουν χρυσάφι .

τι θα με κάνω θεέ μου εσύ το όρισες να το αποφασίζω, να χάνομαι ή να γίνομαι/
κι ο κορμός θέριεψε να παίρνει ξανά και ξανά την απόφαση…

άπλωσα και ψήλωσα, μεγάλωσα να σε φτάσω, να καρπίζω πάλι και πάλι, αέναα σε ένα χρόνο που δε με συμπονά και δε με υπολογίζει, σε ένα χρόνο ακατάλυτο, δικό σου
με μια αγάπη ακατάλυτη, δικιά σου
φτάνω
γίνομαι
αυτό που όρισες να αποφασίζω να γίνομαι
ως να σε φτάσω, ως να λυτρωθώ
από αυτόν τον κορμό, το θεριό, αυτό το θεμέλιο, το γήινο βάρος, τη ρίζα
κι ότι έχτισα να το χαρίσω στον επόμενο, να το νοιώσω να διαλύεται
ελαφριά
μες σ’ ένα άνθος
μες σ’ ένα σπόρο
για τον επόμενο κορμό
τον επόμενο οδοιπόρο .



Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

ο στίχος δε μιλά


δεν είναι οι λέξεις ή οι φράσεις
δεν είναι καν οι εικόνες που φτιάχνεις στο μυαλό σου καθώς ακούς τις λέξεις
και διαβάζεις τις φράσεις

το νοιώθει ο καθένας, σε κάποια στιγμή όλοι το νοιώσαμε
κι αυτό αναζητούμε γυρεύοντας να το ξανανιώσουμε

το απαλό γρατζούνισμα του στίχου
που γδέρνει επιμελώς την καστρόπορτα της καρδιάς μας
χτυπάει επίμονα, είναι απέξω και δε φεύγει
εκτός και του ανοίξουμε,             οικειοθελώς
είναι το τακ τακ τακ όλο το βράδυ στον επτασφράγιστο μας θώρακα
που κωφεύει και δεν ανοίγει, μα θα ανοίξει
όλοι ανοίγουν σε κάποιο σημείο
και τότε ο στίχος μπαίνει μέσα
για να γίνει ο κύριος του κάστρου μας

η ποίηση γεννά στίχους κι αυτοί τρυπώνουν στα απόρθητα μας
και δεν είναι ούτε οι λέξεις ούτε οι φράσεις τους που άνοιξαν τις πύλες
ούτε καν οι εικόνες που κουβαλούν κι εναποθέτουν εμπρός μας
κάτω ακριβώς απ’ τα τείχη μας
οι φρουροί δεν κοιτούν, το κάστρο δεν κοιτά, δεν ανοίγει ακόμα

βλέπει μόνο έναν ύποπτο δούρειο ίππο
 ο στίχος μένει απέξω ακόμη
και περιμένει να μπει

μπαίνει πότε; σαν τον κοιτάξεις κατάματα
του χαρίσεις μάτια και αυτιά και παρουσία
του χαρίσεις χρόνο να έρθει, τόπο να απλωθεί, να πραγματωθεί
τότε μπαίνει ο στίχος, τότε σε αναμετρά η ποίηση
τι οικοδεσπότης είσαι
και μόνο με τα συναισθήματα 
αντί γλυκό και φαγητό, ύπνο και περιποιήσεις
εσύ του χαρίσεις
την πιο κρυφή σου κάμαρα
κι εκεί τον καλέσεις να μπει, να μείνει, να απλωθεί, να γνωρίσει
τότε κέρδισες από το πέρασμα του επισκέπτη αυτού
κι από τη διαμονή του
μες τις κρυφές σου κάμαρες
και πίσω από τα τείχη

μόνο με τα συναισθήματα
μαζί θησαυροφυλάκιο και κλειδί - βρίσκεις -
το κάστρο 
που ακόμα δε γνώρισες. 

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

ένα κάποιο βάρος

ήθελα έναν παράδεισο
έναν κήπο θαυμάτων
ένα κατόρθωμα απίθανο

ήθελα τζίνια κι ευχές και μεγαλοπιάσματα
ήθελα άνεση
ήθελα ευκολία

ανυπομονώντας για αίσιες εκβάσεις
προσδοκώντας το σχεδιασμένο
ελέγχοντας
ήθελα
ένα απόλυτα ασφαλές σύμπαν

τραγούδια και χοροί και γλέντια
είχαν λιγότερη σημασία
από την επίτευξη

έμπαινε η χαρά στο ζύγι λειψή
συμπλήρωνα χρέος κι υποταγή
και συμπληρωνόταν
το βάρος.

ο καθένας βρίσκει το δικό του τρόπο να διανύσει αυτή τη ζωή
εγώ ήθελα το χάρτη
και τις απαντήσεις σημειωμένες από πίσω
κυρίως το .χ. του τελικού προορισμού

α! ήθελα και το παραμύθι
-όλο-
όπως μας το μάθαν από μικρά
με το απόλυτο πιάσιμο της μοίρας
που αφήνει κανένα περιθώριο λάθους
και διορθώνει κι όσα έγιναν
για να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
ναι, αυτό ειδικά το ήθελα

όλα αυτά τα ήθελε ο κόκκος της άμμου

ο στροβιλιζόμενος στην αμμουδιά- μαζί με τρισεκατομμύρια άλλους- του Εσύ Είσαι Αυτό

αγνοώντας την περιδίνηση του, πηγαίνοντας ενάντια - πληγωμένος, αποξενωμένος, μόνος

αυτός ήταν ένας κόκκος άμμου με λαχτάρα να γνωρίσει το λατρευτό ανεμοστρόβιλο που τον ανυψώνει

τότε ακόμα ήθελε
τώρα απλά πετά!




Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

λουλούδι


φοράω πρόσωπα διανύω ζωές
ντύνομαι σώματα και σχήματα, αλλάζω

μες τη σιωπή ακούω αυτά που θέλω να ακούσω και καρδιοχτυπώ

το δέρμα σφραγίζει τον παλμό, η ανάσα την αναστάτωση
κάθε που ακροπατώ μεταξύ ήχων και της απουσίας των

μυρίζει το χώμα στις πρώτες ψιχάλες, δε θέλει βροχή για να μοσχοβολήσει,
μόνο ψιχάλες 
αφαιρώ από τη μέρα τους ήχους και τις λέξεις, τα ανθρώπινα
μένουν τα πουλιά κι ο αέρας, μένει η θάλασσα, μένει η βροχή, ζώα

κρατάω τους ήχους αυτούς, ενσωματώνομαι
καθώς σπάζει με κρότο ένα γερό κλαδί ακούω το κλάμα, ακούω την κραυγή

φτήνυναν τα λόγια και τα κλάματα τα ανθρώπινα, κατάντησαν
παντού μια ισοπέδωση, λίγο δράμα, πολύ δράμα, το ίδιο
νεύρα και θυμός,
που πήγαν τα υπόλοιπα συναισθήματα…;

πιέζω εδώ και πονάς αλλού, κλαις ενώ βαδίζεις μπροστά και χαμογελάς στις στάσεις,
έτσι έπρεπε να ‘ναι;

κάποτε σου πιασα το χέρι, το θυμάσαι; με κοίταξες με τρόμο για τα επόμενα βήματα που θα ‘ρχονταν
μα
το κράτημα του χεριού δεν το μέτρησες.

έτσι γίνεται πάντα
κοιτάς το λουλούδι
λαχταράς το λουλούδι
σα κόψεις το λουλούδι
το χεις ήδη ξεχάσει.







 photo: x ray flowers by Dain Tasker

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

ο άνεμος της στέπας


γλυκόπικρη μου μοναξιά
πότε σε αναζητώ και πότε σε απαρνιέμαι
πότε τρέχω απ τους άλλους
πότε τρέχω καταπάνω τους
μικρή μου μοναξιά, μεγάλο μου κενό
προχωρώ εντός σου και ζαλίζομαι
κοιτώ και ξανακοιτώ την απεραντοσύνη σου
που είναι εντός μου
πώς χωρά;
βουτάω σαν τα χειμωνιάτικα σπουργίτια
από απελπισία στα νερά σου, σάμπως να πλυθώ
σάμπως να αλλάξω στοιχείο, επιλέγω το υδάτινο
από εκείνο το ξερό που φυσάει τώρα, σαν άνεμος της στέπας
να μισοκλείνεις τα μάτια από απόγνωση, μες σε όλη αυτή τη σκόνη
-ίσως στάχτη απ’ τα καμένα-
πώς να δεις;
δαμάζω ένα άλογο, έχει έρθει κι αυτό από την στέπα εκείνη
αλήθεια, γι αυτό ήρθε.
με διάλεξε γιατί αναγνώρισε στης ψυχής μου τον άνεμο αυτό
που θρέφει και το ίδιο
συνδεθήκαμε, λες μια πατρίδα, ξέρα στη μέση του ωκεανού
το νερό πάντα τα συναισθήματα, η ξέρα αυτό που προσκρούεις μέσα του, μέσα σου.
αν ήμουν γεωγράφος πώς θα κατέτασσα το κλίμα μέσα μου;
μουσωνικό; ξηρό ή ημίξηρο; υποτροπικό; εύκρατο ή πολικό;





photo art by wildnis photography



Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

χα λάλι μαύρο

όλα λάθος, σκέφτηκε…
η ώρα, η μέρα βουίζουν χαοτικά
      ανεμοσκόρπισαν
τις σκέψεις κλαδεύοντας μαζί και τους καρπούς τους γινωμένους
πείνασε η λαχτάρα και τρώει τις σάρκες τις
σα ρήμαξε το δεντρί της ανθρωπιάς

ακούγεται μια μηχανή να δουλεύει,
εργάζεται το σκοτάδι καταπάνω σου
      τ’ ακούς;
τρώει θλίψη κι ορθώνει ανάστημα, δόντια νύχια έτοιμα
κύλα προς τα δω και θα σ’ αρπάξω
     ένοχο ον
τι; δεν νοιώθεις ένοχο;
με διώχνεις

εγώ έχω ανάγκες, απτές απλές ανθρωπένιες
να κατασπαράξω, να ξεσκίσω, να γκρεμίσω
και πάνω πάνω να κρεμάσω το «εσύ φταις»
για να κοιμάμαι ήσυχος βρε αδερφέ
     καταλαβαίνεις!
λίγο- λίγο ενοχή χάρισε μου 
να τραφεί κι αυτό το έρμο το σκοτάδι μου
η ανοιχτή χοάνη του εγωισμούλη μου, καταπιόνα κανονική
ρίξε κι εσύ κάτι μέσα
μα,
      δε μ’ αγαπάς;




Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

έλα μακριά

έλα να με βρεις
φεύγω προς τα πίσω, χάνομαι
η σκέψη είν’ εχθρός με ποδοπατεί
ή μ’ ανασταίνει
– και τα δυο ενάντια είναι σαν προχωράς

έλα να με βρεις, σώσε με
χρειάζομαι αγάπη χρειάζομαι δάκρυα υγρά ζεστά χρειάζομαι αλήθεια
την αλήθεια που γέννησε ο πόνος σου σαν έφυγα

έλα να με βρεις είμαι εδώ
εδώ που ήμουν πάντα και δεν ήρθες ποτέ
-έλα τώρα!
έλα σούρνωντας έλα μπουσουλώντας έλα έρποντας
άλλα έλα!
καθηλωμένη στην ίδια θέση περιμένοντας αλλοιώθηκα
και πνίγηκα μπροστά μου

έλα να με βρεις, κούνα με
ακινητοποιήθηκα να σε προσμένω ξέχασα να προχωρώ
πάγωσα στο αύριο που λαχταρούσα να ‘ρθεί – μα δεν ήρθε τότε
και συ μου λες, περίμενε κι άλλο , «ανέχου κι απέχου»
μα δε βαστώ.

έλα να με βρεις, πάγωσα
και για να ζεσταθώ κουνιέμαι κι η κίνηση με σπρώχνει κι η σπρωξιά με διώχνει
μακριά από σένα
με ακούς από κει…;

έλα,         είμαι εδώ
τώρα
ξέχασε τα όλα, βαφτισμένα ψεύτικα
ψέματα πιστευμένα
ποτέ δεν υπήρξε αρχή ποτέ τέλος
κι εμείς δε γίναμε εραστές ποτέ
τα αίματα μας ενωθήκαν κι αγκαλιαστήκαν σα φίδια ζευγαρώνοντας
και δαγκωθήκαν στην πάλη την αιματινή

έλα,       άκου
δε θα ‘μαι για πολύ εδώ, άκου με, θέλω να σου πω

η αντίστροφη πορεία της πραγματικότητας ανέστρεψε τη ροή της προσδοκίας και γύρισε και μας δάγκωσε. η ίδια η –απουσία-επιθυμίας αντικατέστησε την επιθυμία και ο πόθος- άμαθος!-ξεστράτισε για τα καλά. πλέον το κακό είχε γίνει. έκπτωτος εσύ, αδέσποτη εγώ. φυσώντας να σβήσει η φωτιά με κρύωνες. και τόπους τόπους οι εστίες πολλές. και τα ανοιχτά παράθυρα απ’ όπου φυσούσε. 
άστο σου είπα κάπου εκεί. φεύγω κι έλα να με βρεις. αν θες.

για αυτό σου λέω, έλα
ξαναφόρεσε τα αστραφτερά φτερά σου
να σε δω ξανά να πετάς
κι ας βλέπω μόνο την πλάτη σου
 φεύγοντας

έλα,      πέταξε ψηλά
κι από μένα μακριά, πιο μακριά, πιο μακριά