Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

μόνο μέσα

το άνθρωπο-τέρας, αγαπά δίχως να συγχωρεί
διασκεδάζει δίχως να χαίρεται
κοινωνεί δίχως σώμα αλλότριο
και του αρέσει

το άνθρωπο-τέρας αυτοδικαιώνει τις πράξεις του πάντα
ως να πεθάνει ευτυχισμένο
-έχει μάθει τα πρώτα του βήματα
στις λεωφόρους που οδηγούν εγωικά προς δικήν του δόξαν.

αυτό το πλάσμα, το άνθρωπο-τέρας
κατασπαράζει τον ίδιο του τον εαυτό- έτσι τρέφεται.
η θυσία είναι δική του,
μα δεν το γνωρίζει.
κάθε μέρα απαιτεί την τροφή του, ζητά την προσφορά και κάθε μέρα
τρώει τις σάρκες τις δικές του.
αγριεύει και βροντοφωνάζει, σείει τα τείχη, ως για να τα κλείσει πιο σφιχτά
-κανείς να μην το δει να κατατρώγεται.

βαθιά στο σκοτάδι ζει
το άνθρωπο-τέρας, μα
ούτε αυτό το ξέρει.
και στολίζεται πάνω του το ψέμα, γυαλίζεται να εντυπωσιάσει
έστω κι αμυδρά εσχάτως τα όποια ψήγματα θιγμένου εγωισμού.

πρέπει να κοιμηθεί ησυχασμένο το τέρας. το βράδυ να έχει θάψει και 
τα κάρβουνα της θυσίας και τα κομμάτια της σάρκας του.

γιατί το τέρας έχει ΠΑΝΤΑ δίκιο.
και κανείς δεν αγαπά το τέρας περισσότερο από το ίδιο. Δεν πιστεύει
πως υπάρχει άλλος κανείς να το αγαπά
και στο κάτω κάτω
τι είν’ η αγάπη δε θέλει να γνωρίζει. του αρκεί η αυτοδικαίωση

έτσι ζει το τέρας και ξέρει
-να κοιτάει δίχως να ακούει και να μιλάει δίχως να νοιώθει
και
-να προσπαθεί δίχως πίστη και να χάνει δίχως όφελος.

μοναχικό, αγριεμένο, πλανεμένο τόσο γνώριμο άνθρωπο-τέρας
να σου πω κάτι;
δαγκώνεις γιατί φοβάσαι, …όμως
δεν κινδυνεύεις από κανέναν.
δεν υπάρχουν τέρατα εκεί έξω.



μόνο μέσα.



Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

βραδυνή παράκληση



ο εφεστώς της ταλαιπώρου μου ζωής
με καταλαβαίνει
δε μου θυμώνει, δε μου μουτρώνει που αδιάκοπα
τον ε-λυπώ
κι ας γνωρίζει κάθε μα κάθε μικρή λεπτομέρεια κάθε
κατά-ντροπιαστικής πράξης και σκέψης μου
κατά-λ-αβαίνει

ένα αδηφάγο κενό τέρας το μέσα μου να κατά-σπαράξει
καταισχυνθήκανε οι  ζητούντες
μα έμειναν τα σημάδια
ίσως και να άλλαξαν την πορεία /ίσως και να, ίσως και ν-α




μέσα απ τα εύγε πρέπει να ξεφύγω
μέσα από τη φιλαρέσκεια Κύριε
πέφτει το σκοτάδι πάνω μου Κύριε
πέφτει και το παραπανίσιο φως
πλάνης προβολείς τυφλώνουν με
praise or blame, just the same
σιγο-μουρμουράω
ποιος να με καταλάβει;

λες αυτός να λείπει από τις εσχατιές της υπάρξεως μου;
ο Ακροατής;
  που θα μετατραπεί σε Θαυμαστής
  και θα ονομαστεί Λυτρωτής;
βοήθεια Κύριε, μη χρονίσεις
κατρακυλώ σαν τη βροχή, πλημμυρίζω κι υπερχειλίζω πάθη
βοήθεια
κι ο ανακουφισμός στην προσευχή τρέχει

κανείς τίτλος για το άδικο, κανείς τίτλος για το άτιμο
κι ακατανόμαστα τριγυρνούν και κάνουν πλιάτσικο
μέσα μου

τα έργα των χειρών σου μη παρίδης
με ξέρεις, είμαι εγώ, αυτό το τίποτα, η κλωστή η έτοιμη να κοπεί
και κατακρημνίζομαι να σκέφτομαι σα γίνει μίτος και φτάσει ως Εσέ
πώς να Σε δω;
εσύ μου ρίχνεις το νήμα

όσο ετοιμόκοπο τόσο ετοιμόσωθο.

σαράντα χρόνια κόβω
και με τρώει το τέρας
άρπα με να βγω
και να ΄ρθω να σε βρω

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

πρόσφορο









ζυμωμένο με νερό και λάσπη,  ανάκατο πάντρεμα του πολύτιμου με το ελαχιστότατο
πήρα το σχήμα, στρογγυλό ως να κυλάω πλάι σου
ελεύθερα να μπω στις υψικαμίνους  των αποφάσεων μου, να γίνω, να τελειωθώ

με άγιασμα ραντίζοντας με εξιλεώνομαι- κι έτσι δε θα καώ
με τη σφραγίδα σου, κέντρο κέντρο, εκεί πάνω ακριβώς από το μέρος της καρδιάς
δηλώνεις πως προσφέρομαι
-φτιάχτηκα για να προσφέρομαι-
και πιάνει η σφραγίδα σου αυτή, όλη μου την περίμετρο και χώρος κενός μόνο 
αν με γυρίσεις ανάποδα, αν με τουμπάρεις.

εκεί από κάτω στο καμένο σημείο που απομένει μοναχό, δίχως σφραγίδα και δίχως αγιασμό, εκεί στην μοναξιά αυτή 
στο ένα κομματάκι ζύμης φθαρτής 
υπάρχω δίχως μου δηλαδή δίχως Σου 
κι είναι το κομματάκι αυτό μέρος του όλου αναγκαστικό 
-ότι θυμίζει του πρόσφορου τη σύνολη φθαρτότητα

ας έχει σφραγίδα κι ας έχει αγιασμό, σε μια στιγμή θρύβεται και μαδάει ολόκληρο το πρόσφορο, γεμίζει δυο χούφτες ψίχουλα -ευλαβικά για σένα.
τα σα εκ των σων ήταν πάντοτε και πάντα θα είναι.

Ακόμα κι εκείνο το κομματάκι, το μόνο του, το απερίσκεπτο το ξεροκέφαλο το αλύγιστο στην ατέρμονη επανάληψη θλιβόμενο, κι εκείνο στην έσχατη στιγμή, θα χαθεί μες τα άλλα ψίχουλα και σύσσωμη η ψυχή, αινήσει Σε δίχως το δισταγμό. 
αυτό το δισταγμό που κρατάει πονετικά το πρόσφορο μακριά Σου.