Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

χώμα




τα μάτια μου γεμίσαν χώμα, τα δάχτυλα μου αίμα
η καρδιά πνεύμα
αχώρητα πολεμούν να χωρεθούν μες τον απέραντο τόπο της συγχώρεσης
εκείνης που κανείς δεν είδε, κανείς δεν άγγιξε μα όλοι λαχταρούν
της δροσερής γαλάζιας γραμμής που διαπερνά την διάπυρη πάλη μας
την παρηγοριά που στολίζει τον ύπνο μας
την ανεμοζάλη της λησμονιάς που ποτίζεται γαληνεύοντας…

πόσα ακόμα χρόνια ματωμένα; πόσα ακόμα νιάτα στον τροχό;
κατακτώντας πόντο τον πόντο μια νίκη που δε γεύτηκε ποτέ εν-κοσμίως/
μια νίκη πάντοτε εκεί, μετά τον βαρκάρη, μετά το δειλινό
μια υπόσχεση ζωής
καταμεσής της αβύσσου, που του ανθρώπου δόθηκε να περπατά…

φουσκώνει η φωτιά που καίει ή καθαρίζει,
με τη διάκριση που ζήλεψες να έχεις
- να ξέρεις πότε καίει και πότε όχι, να έχεις τη γνώση την ορθή-
κι ας μην ξέρεις τίποτα άλλο. να σε σπρώχνει το άφημα στον αγέρα
τον μόνο αγέρα που ζωοποιεί και ανασταίνει κάθε πρωί…

παραδόσου…

μάτωσαν τα δάχτυλα να κρατιέσαι πεισματικά,
πλάσμα στον Πλάστη σου παραδόσου
και γνώρισε ποτέ -μαζί και πάντοτε- πώς να ζεις,
τώρα και μόνο αυτήν τη στιγμή
ως η άπειρη σημαντική ελαχιστότητα που καθρεφτίζεις έναν Κόσμο
-να ζεις μέσα του και να τον αφήνεις-
τέλειος κόπος ως το τέλος,
για το πέρασμα στην αρχή.


πως μπορώ να καταλάβω τις βουλές σου Κύριε;
πώς θα καταφέρω να μη χρειάζεται να καταλάβω…;


μόνο να παραδίνομαι…


Σε Εσένα Κύριε.


……πώς;