σαν τον κορμό της ελιάς με
στρουφίζεις θεέ μου
μοιάζω ακίνητος μα δεν
είμαι .
μεγαλώνω μυστικά , σιγά,
αργά μα μεγαλώνω
τρίζω αθόρυβα καθώς παίρνω
πλάτος, παίρνω ύψος, απλώνω να σε φτάσω θεέ μου
γεννιέμαι ώρα την ώρα
στιγμή τη στιγμή με κάθε ανάσα .
ο σκληρός μου κορμός ανασάνει σιγανά και σε αφουγκράζεται, είμαι παιδί σου , και απλώνω να γίνω γεννήτορας, να κάνω
τα δικά μου σπλάχνα έργο μου , τα παιδιά μου κλαδιά -καρποί λουλούδια .
άλλοτε βαριά άλλοτε σα σύννεφα φτιάχνω τις
ώρες της ζωής που μου κέρασες ,
και γω πήρα .
τη ζωή αυτήν την επέλεξα,
έτσι ακριβώς όπως θα ’ρχεται, παλμό τον παλμό που χτυπάει απ’ τη ρίζα μου- τη
γη και τρέχει στα κλαδιά μου, τα δένει, τα βαραίνει με στοργή .
πιάσε τον κορμό μου θεέ
μου , τον έκανα δυνατό, τον σμίλεψα γερό για τον αέρα που φυσάς επάνω μου .
Ξέρω , δε σπάει έχει την ανάσα σου θεμέλιο του
, κι ας λυγίζει, έχει κλαδιά έκανε καρπούς , άνθισε κι αυτό μονάχα θέλησε .
μια πανάρχαια ελιά με
έκανες, μικροσκοπικοί οι καρποί μου και πολύτιμοι μαζί, με ένα φύσημα πέφτουν
χάμω και χάνονται, με μια κίνηση αγάπης θα δέσουν χρυσάφι .
τι θα με κάνω θεέ μου εσύ
το όρισες να το αποφασίζω, να χάνομαι ή να γίνομαι/
κι ο κορμός θέριεψε να
παίρνει ξανά και ξανά την απόφαση…
άπλωσα
και ψήλωσα, μεγάλωσα να σε φτάσω, να καρπίζω πάλι και πάλι, αέναα σε ένα χρόνο
που δε με συμπονά και δε με υπολογίζει, σε ένα χρόνο ακατάλυτο, δικό σου
με
μια αγάπη ακατάλυτη, δικιά σου
φτάνω
γίνομαι
αυτό
που όρισες να αποφασίζω να γίνομαι
ως
να σε φτάσω, ως να λυτρωθώ
από
αυτόν τον κορμό, το θεριό, αυτό το θεμέλιο, το γήινο βάρος, τη ρίζα
κι
ότι έχτισα να το χαρίσω στον επόμενο, να το νοιώσω να διαλύεται
ελαφριά
μες
σ’ ένα άνθος
μες
σ’ ένα σπόρο
για
τον επόμενο κορμό
τον
επόμενο οδοιπόρο .