ποιές είναι όλες
αυτές οι γυναίκες που πέρασαν πριν από μένα, αλλά είναι γραμμένες στο βράχο,
ακόμα εδώ; ποιοί είναι όλοι αυτοί οι άντρες κι είναι το αίμα τους δικό μου;
πόσες είναι; πόσοι είναι; ποιοί κι από που; και πόσο με διαμορφώσαν και
ζωντανές οι μνήμες τους ορίζουν ακόμα μια συνεχιζόμενη οδύσσεια, τη δική μου οδύσσεια και κάθε που πατώ
στεριά αυτοί κι αυτές με ξανασπρώχνουν μέσα;
είναι ένα το
ταξίδι και χέρι με χέρι αδράχνουμε σκυτάλη στην ίδια πορεία; τσακίστηκε η
σχεδία τους στο κορμί μας κι ευθύς αρχινούν να χτίζουν σκαρί;-να μην ησυχάσει ο
άνθρωπος, αλλά να κινά, να κινά. είναι το κορμί αυτό ένα ρούχο; είναι ένα πανί;
να το φυσά η ψυχή να φουσκώνει να κινά, να κινά; είναι τα χέρια μας πλεγμένα
στης ίδιας κουπαστής τη σειρά τα δεσμά; μπήγουν τα νύχια τους δυνατά, στης
σάρκας τα χαρτιά/ να χαράξουν την πορεία πριν χαθούν τα σημάδια μακριά; απ΄έξω
πιάνω την αμυχή να εξέχει αδρή, νωπή, κατακόκκινη. απ΄τα σκοινιά
και μέσα τι;
πόσες φωνές,
γυναικείες, αντρικές ζητούν το λόγο, πόσοι τραγουδούν;
ποιοί ήταν, πόσοι,
πως πέρασαν κι από που;
ζούνε ακόμη τους
νοιώθω να ζητούν
όλο ζητούν
το που δεν
κατορθώσαν
να το επωμιστώ
εγώ
ποιός είναι εγώ
άμα...
είμαι η σκυτάλη ή
αυτή που την κρατά;
είναι ο δρόμος
αδιαχώριστος, για εμάς
σε κάθε κύτταρο
γραμμένος, μια υπόσχεση-
να ξαναγεννηθείς
να πράξεις
αλλιώτικα
για εμάς, για
όλους κι όλες εμάς που μας καταφρονέψανε
και νόθα μας
φωνάζανε στη γειτονιά
ζήσε για μας,
ζήσε για μας που πέσαμε σε μια στιγμή και δεν βρέθηκε στόμα να πει το άντε γειά
ζήσε για μας που
ακουμπώντας ο γης τ΄αλλουνού κρατούσαμε ετούτο εδώ τον κόσμο
σφιχτά , γερά
να μη χαθεί
κι από κει
ξεπεταχτήκατε σεις οι υπόλοιποι
ζήσε και πράξε
στη μνήμη τη δική μας, θυμήσου
που κάθε βήμα μας
σε κάθιζε ησυχασμένο, κι εμείς να περπατάμε, να περπατάμε
αιώνια βήματα
ανθρώπινων προσπαθειών το να πάνω στ΄άλλο
για σένα, για σας
ζήστε τώρα,
πράξτε για μας, πράξετε για τους επόμενους, στα δικά σας βήματα
να βρουν
παρηγοριά
το δικό σας χέρι
απλώστε, το δικό μας μαράθηκε στην ιστορία
από τόσα και τόσα
στόματα που είπαν τα γεγονότα
μαράθηκε κι η
αλήθεια
μα δεν ξεχάστηκε
γιαυτό ζήστε,
πράξτε, θυμηθείτε
την αλήθεια με το
αίμα μας σύραμε ως εσάς
για να τη δείτε
άλλο έργο δεν
έχουμε να σας φιλέψουμε
είμαστε άστεγοι, είμαστε
φτωχοί, είμαστε μικροί
ο ίσκιος μας
φουντώνει απ΄την αλήθεια
κι έτσι αντέξαμε
στις σπηλιές νύχτα μέρα
βγήκε η αλήθεια
που αναθράφηκε στις σπηλιές
βγήκε στο φώς,
βγαίνει πια, τόσο μετά
μην πετάτε πέτρες
δεν κλείνει η
μπούκα της σπηλιάς
δε σιωπά
η αλήθεια έφυγε
κι από μας
έφυγε κι απ τα
δικά μας χέρια
κι όποιου η
καρδιά πονά
την καρτερά
ξέρει πως όφελος
δεν έχει περιμένοντας
αλλά στο δρόμο τη
συναντάς
ζήστε, πράξτε,
θυμηθείτε
βγείτε στο δρόμο
και θα΄ρθει κι η χαρά
την είδαμε
βγήκε
ακολουθούσε την
αλήθεια
και τη λευτεριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου