σπεύδεις βραδέως προς το φως/ κάνεις ότι μπορείς/ προσπαθείς/ κάθε στιγμή επιλογή/κάθε λεπτό/ βασανιστικό/ ήρεμα να παρατηρείς τον κουρνιαχτό/ σκόνης
υπολλείματα παντού γύρω κρύωσαν ακόμη κι οι τοίχοι περιμένοντας/ τα έπιπλα σκεπασμένα
και εκεί ˙είναι παλιά είναι σκονισμένα είναι εκεί, απλά καλυμμένα/ κι
ανασήκωσες το σεντόνι/ πάνω εκεί κάθεσαι,
αυτά τα μπράτσα αγκαλιάζουν τα χέρια σου, σε αυτά γραπώνονται και δαγκώνουν τα
μαξιλάρια, σκόνη στυφή στο στόμα σου, γεύση υγρή από δεκάδες εκατοντάδων γενιές
μέσα στους πόρους αυτού του υφάσματος, πλεγμένο πυκνά αδιαχώριστα, προσφερόμενο
κάθισμα, κάθισες. κάτω από το σεντόνι, πάνω- λίγη η διαφορά, τη σκόνης τους τη
μάζεψες, έτσι συνέβη σε κάθε αρχή. τα σημάδια από τα πόδια σου στη σκόνη του
παρκέ ήταν σχεδιασμένη ήδη. μα δεν το ξερες. και καθόσουν καθόσουν αδιάφορα,
ανέμελα νωχελικά κι η σκόνη σε φαγούριζε, σε τρωγε και δεν καταλάβαινες.
άνοιξες ένα παράθυρο σε κάποια στιγμή, λίγο κάτι έγινε, όμως ήσουν ακόμη μες το
δωμάτιο. και το παράθυρο μοιραία έκλεισε κάποια άλλη στιγμή κι όσες ριπές
φρέσκου αέρα κι αν μπήκανε χάθηκαν αργά ή γρήγορα. η πνιγερή μυρωδιά ήταν πάντα
εκεί. είναι πάντα εκεί. κι οι
συνηθισμένες αισθήσεις δεν επαρκούν να την αντιληφθούνε. η καρδιά τα μυρίζεται
αυτά μα κοιμάται υπνωτισμένη, ράθυμη κι αυτή. βαριά πνιχτή ινέρτια – ρίζωμα
παλιό, στερεό. ο χρόνος τη θρέφει, τα στερεότυπα τη θρέφουν, οι ψευδαισθήσεις
τη συντηρούν. Κι αυτή εκείνες. να σηκωθείς να
βγεις από το δωμάτιο / περπατώντας αρχίζει να σου μυρίζει, μορφάζεις με αηδία –
πως είναι δυνατόν να το ανέπνεα όλο αυτό, όλον αυτόν τον καιρό αναρωτιέσαι. Μην
αναρωτιέσαι άλλο, στην πόρτα φτάσε. Βγες από εκεί αγέρωχα, σταθερά. Βάλε το
δρόμο στόχο σου και συνέχισε, συνέχισε, συνέχισε. δεν ξέρω πόσο μακριά είναι ως
την πόρτα, μπορεί ο δρόμος να είναι ζωντανός και να χει βούληση να μακραίνει.
εσύ συνέχισε. εσυ-συνέχεια ως την πόρτα και παραπέρα. έξω.Έξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου