το υπέρλογο βάρος…
να κρατάς την καρδιά του άλλου αντίς το δίκιο σου…
με κύματα κύματα παρηγοριάς να σκεπάζεται ο πληγωμένος ναρκισσισμός
πάνω που γογγύζει, εκεί να εξαφανίζεται,
δίνοντας θέση πανηγυρικά σε μια νέα , αναδυόμενη
ουράνια μετουσίωση
στημένα τραπουλόχαρτα, μα γερά κολλημένα
«έχω εγωισμό, ανασφάλεια, αυτοδικαίωση»
δεν πέφτουν με τόσα και τόσα που χτυπάνε πάνω τους
10 μποφόρ κι αυτά εκεί…
και ξάφνου, ξαναμοιράζεται το χαρτί...
πού χάθηκε εκείνο το γνώριμο...που με έκαιγε πάλι και πάλι;
πώς παίζω αλλιώς;
και κερδίζω χάνοντας
το φύσημα που δροσίζει την ψυχή δεν ζητάει δικαιοσύνη
και δε ρωτάει ποιος φταί…
κοιμάται μες στο δικό σου Ταμείο
και στη μάχη απάνω, στον αγώνα, στη χαρμολύπη, στο σταυρό….
ξεχύνεται ευωδιάζοντας.