τα μάτια μου τρέχουνε, δάκρυα ανέλπιστα κυλάνε δίχως
προσπάθεια και δίχως βιασύνη, από πού έρχονται όλα αυτά τα δάκρυα…;
κοιτώ από το παράθυρο του σπιτιού των γονιών μου, τον
πατέρα μου μόνο. κάθεται μπρος σε μια ανελέητη οθόνη, μιλώντας πότε πότε μόνος
του, σαν να απαντάει θαρρείς στα πρόσωπα της οθόνης, μα είναι ολομόναχος.
πάντα ήταν.
μόνος κι από γονείς, μόνος κι από φίλους, κανείς δεν τον
κατάλαβε, μα ούτε κι ο ίδιος τον ίδιο του τον εαυτό. το που μπορούσε να φτάσει
μα κυρίως το που μπορούσε να κατρακυλήσει.
ούτε τα παιδιά του τον κατάλαβαν κι έσπειρε όση αγάπη κάτεχε
πάνω σε χέρια φοβισμένα και μάγουλα υγρά από τις τιμωρίες και τις φωνές…
η καρδιά του χτυπούσε πάντα για τον άλλον. δεν έμαθε τον
τρόπο να ξεπεράσει τους εσωτερικούς του εχθρούς και να τον πλησιάσει, αυτόν τον
άλλον που πάντα ήθελε να περιποιηθεί, να φροντίσει, να νοιαστεί…
κι έτσι απόμεινε μόνος του. κι από τον ίδιο του τον εαυτό
αποκομμένος μα κι από όλους εμάς. άνθρωποι όλοι μας εγωπαθείς, εγωκεντρικοί. πώς να καταλάβεις εν-συναισθητικά και
ειλικρινά τον πόνο του άλλου, τον τρόπο του άλλου! άντε να συγχωρήσεις, άντε να
υπερβείς…
μα δε ρίχνω κατηγορίες ούτε η διάθεση μου είναι να
κατακρίνω. ότι έγινε έγινε πια/
αυτό που μου δίδαξαν τα δάκρυα που κυλούν ανεξέλεγκτα
θέλω να πω.
αυτό που κατανόησα.
πονάω όχι από την
αγάπη που δεν πήρα μα από την αγάπη που δεν έδωσα.
την αγάπη του παιδιού προς τον πατέρα του. της κόρης προς
τον μπαμπά της.
και δεν την έδωσα, γιατί φοβόμουν κι απομακρύνθηκα. τόσο
απλά.
μου πήρε σαράντα χρόνια να το καταλάβω και να κλάψω γι αυτό, να πενθήσω, να
θρηνήσω κι ύστερα, απαλά απαλά να το αφήσω πίσω μου, τόσο διακριτικά όπως ακουμπάς
ένα νεογέννητο πουλάκι πίσω στη ζεστή φωλιά του, λες και δε με διέλυε τόσα και
τόσα χρόνια το συναίσθημα αυτό. λες και δεν υπήρξε -η απουσία αυτή- ένα στόμα
ορθάνοιχτο που με κατάπινε…
μα βλέποντας το, καταλαβαίνοντας
το, διαλύθηκε εκείνο! έφυγε, εξαφανίστηκε σαν αέρας, αφήνοντας μου την
υγρασία στα μάγουλα, όχι από κλάματα φόβου πια μα ελευθερίας.
ωρίμασα να σε κοιτώ μπαμπά και να σε περιμένω να
καταλάβεις. σκάφτηκα και σμιλεύτηκα να περιμένω να ΄ρθεις. διαλύθηκα και
στέγνωσα να μισώ και να θυμώνω.
κι ήρθε η στιγμή αυτή η στιγμή η ποθητή, (μια ζωή ποθητή)
να σε κοιτάξω όπως ποτέ άλλοτε , μες τα μάτια σαν παιδί σαν γυναίκα σαν κόρη,
σαν άνθρωπος! και να σου πω
μπαμπά, σε αγαπώ.
τώρα,
μπορώ να έρθω και να σου το πω.
photo by: short film 'father and daughter' by Michael Dudok de Wit